- κτύπημα
- και χτύπημα, το (AM κτύπημα) [κτυπώ]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κτυπώ, ήχος, κτύπος, κρότος, θόρυβος που προέρχεται από πλήγμα, κρούση, σύγκρουση κ.λπ. (α. «το κτύπημα τής καμπάνας τόν ξύπνησε» β. «κτύπημα τυμπάνων και κυμβάλων», Δίων Κ.2. (για άνθρωπο που θρηνεί και χτυπιέται) κοπετός, κτύπημα τού στήθους ή τής κεφαλής («οὐκ ἐπιθήσομαι κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν», Ευρ.)νεοελλ.1. συνεκδ. το μέρος που χτυπήθηκε, το σημάδι τής πληγής («έχει δύο χτυπήματα στο κεφάλι»)2. μτφ. ηθικό πλήγμα, απροσδόκητο δυστύχημα, ξαφνική συμφορά («μεγάλο χτύπημα ο θάνατος τού πατέρα»)3. (λογιστ.) η σημείωση ενός διακριτικού σημείου εμπρός από κάθε ελεγχόμενο αριθμό κατά την αντιπαραβολή τών ποσών ενός λογαριασμού, το τσεκάρισμα, ο έλεγχος4. σφοδρή επίθεση, προσβολή («ο εχθρός οπισθοχώρησε με το πρώτο κτύπημα»μσν.(για νερό) ροή, επαφή με νερό («εἰς τὰ δροσερά κτυπήματα τοῡ ὕδατος»).
Dictionary of Greek. 2013.